- πάκτωση
- (I)η (Α πάκτωσις) [πακτώ]σύμπηξη, στερέωσηνεοελλ.τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους.————————(II)η [πακτώνω (II)]μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου με την οποία παρέχεται μαζί με τη χρήση και το δικαίωμα τής κάρπωσης.
Dictionary of Greek. 2013.